μακρόσκιος

μακρόσκιος
α, ο [ος , ον ] отбрасывающий длинную тень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μακρόσκιος" в других словарях:

  • μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • μακρόσκιον — μακρόσκιος with long shadow masc/fem acc sg μακρόσκιος with long shadow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκιώτεροι — μακρόσκιος with long shadow masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόσκιοι — μακρόσκιος with long shadow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»